- δημήτριο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ce. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος –οικογένεια των λανθανιδίων– και έχει ατομικό αριθμό 58. Έχει τέσσερα ισότοπα, όλα σταθερά. To δ. είναι αρκετά διαδεδομένο και αποτελεί το 0,0046% του γήινου φλοιού, γεγονός που το καθιστά το αφθονότερο από τα στοιχεία της ομάδας των σπάνιων γαιών. Βρίσκεται σε πολλά ορυκτά, όπως o σερίτης και o μπαστναζίτης, αλλά το ορυκτό το οποίο παρέχει περισσότερο από το 80% του παραγόμενου δ. είναι ο μοναζίτης. Το στοιχείο αυτό απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1803 από τον Σουηδό χημικό Μπερτσέλιους (1779-1848) και τον Γερμανό χημικό Μάρτιν Χάινριχ Κλάπροτ (1743-1817), σε διαφορετικές έρευνές τους. Παρασκευάζεται, γενικά, με ηλεκτρόλυση του οξειδίου του και του φθοριούχου παραγώγου σε τήξη.
Συμπεριφέρεται ως μέταλλο, με σημείο τήξης γύρω στους 800°C και ειδικό βάρος 6,76, αλλά σε υψηλή πίεση παρατηρείται ισχυρή αλλαγή της πυκνότητάς του. Το δ. είναι πολύ δραστικό μέταλλο, που αντιδρά με το ζέον ύδωρ ελευθερώνοντας υδρογόνο· αν θερμανθεί καίγεται στον αέρα με έντονη φλόγα. Είναι γνωστά δύο οξείδιά του, στα οποία αντιστοιχούν τα άλατα του τρισθενούς δ. (δημητριοάλατα), με βαθυκίτρινο χρώμα, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον επειδή εφαρμόζονται στη χημική ογκομετρική ανάλυση.
Το δ. συναντάται και ως συστατικό ορισμένων κραμάτων· το οξείδιό του, αφού αναμειχθεί με οξείδιο του λανθανίου, εφαρμόζεται στη βιομηχανία του γυαλιού και της πορσελάνης για να κάνει τα υλικά αυτά αδιαφανή. Τα σιδηρούχα κράματα του δ., που λέγονται και πυροφορικά, όταν σε μορφή σκόνης ζυμωθούν κατάλληλα με τσιμεντοειδή ουσία, χρησιμοποιούνται για τις πέτρες των αναπτήρων.
Το δ. είναι ένα από τα συστατικά για τα ηλεκτρόδια των λυχνιών με τόξο και χρησιμοποιείται επίσης στην ηλεκτρική βιομηχανία για να απομακρύνει τα ίχνη του οξυγόνου. Ορισμένα κράματα μαγνησίου με περιεκτικότητα δ. περίπου 3% έχουν βρει εφαρμογή στην κατασκευή τμημάτων των κινητήρων αντίδρασης.
* * *τομέταλλο τής ομάδας τών σπάνιων γαιών.
Dictionary of Greek. 2013.